- ακέραστος
- -η, -ο (Α ἀκέραστος, -ον)νεοελλ.εκείνος, στον οποίο δεν έχει προσφερθεί κέρασμααρχ.1. αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με άλλον, ασυγκέραστος«ψυχὴ ἀκέραστος τόλμης» (Πλατ. Πολιτ. 310 d·)2. γραμμ. ο ασυναίρετος«ἀκέραστοι γὰρ αἱ φωναὶ τοῡ Ι καὶ τοῡ Α» (Δίον. Αλ. 5, 167, 10).[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο και το νεοελλ. ἀκέραστος, σημασιολογικούς διάφορα, συνδέονται (έμμεσα) ετυμολογικά, αφού το νεοελλ. ακέραστος παράγεται από το κερνώ που ανάγεται στο αρχ. κεράννυμι, το δε αρχ. ἀκέραστος από το κεραστός, ρημ. επίθ. τού κεράννυμι].
Dictionary of Greek. 2013.